- αποφλεγματισμός
- (Α ἀποφλεγματισμός), οη απαλλαγή από τα φλέγματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποφλεγματισμός — purging of phlegm masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφλεγματισμοῖς — ἀποφλεγματισμός purging of phlegm masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφλεγματισμοί — ἀποφλεγματισμός purging of phlegm masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφλεγματισμοῦ — ἀποφλεγματισμός purging of phlegm masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφλεγματισμούς — ἀποφλεγματισμός purging of phlegm masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφλεγματισμῶν — ἀποφλεγματισμός purging of phlegm masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφλεγματισμῷ — ἀποφλεγματισμός purging of phlegm masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφλεγματισμόν — ἀποφλεγματισμός purging of phlegm masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)